τσεκούρωμα

τσεκούρωμα
το, Ν [τσεκουρώνω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσεκουρώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τσεκούρωμα — το, ατος και τσικούρωμα, το ατος 1. χτύπημα, κόψιμο με τσεκούρι. 2. μτφ., αυστηρή τιμωρία: Τι τσεκούρωμα ήταν αυτή η καταδίκη! 3. απόρριψη μαθητών στις εξετάσεις: Μεγάλο τσεκούρωμα έγινε τον Ιούνιο στο σχολείο μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσικούρωμα — το, ατος βλ. τσεκούρωμα, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”